- ποδοστράβη
- ποδο-στράβη, ἡ, Schlinge, in die sich die Tiere mit den Füßen verwickeln
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ποδοστράβη — snare fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδοστράβη — ἡ, ΜΑ παγίδα για να πιάνονται τα θηράματα από τα πόδια (α. «ὥσπερ ἐν ποδοστράβῃ εἰλημμένον», Υπερ. β. «ποδοστράβας ἔλεγον μηχανήματά τινα ὑπὸ τῶν κυνηγετῶν κατασκευαζόμενα, εἰς ἅ τὰ θηρία ἐμβαίνοντα ἡλίσκετο», Φώτ.) || [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + … Dictionary of Greek
ποδοστράβαι — ποδοστράβη snare fem nom/voc pl ποδοστράβᾱͅ , ποδοστράβη snare fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδοστραβῶν — ποδοστράβη snare fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδοστράβαις — ποδοστράβη snare fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδοστράβην — ποδοστράβη snare fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδοστράβης — ποδοστράβη snare fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδοστράβας — ποδοστράβᾱς , ποδοστράβη snare fem acc pl ποδοστράβᾱς , ποδοστράβη snare fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
ποδόστροφον — τὸ, Α η ποδοστράβη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + στροφον (< στρέφω)] … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek